Seitenleisten-Liste: Vokabular-Inhalt nach Kriterien auflisten und durchlaufen
- Alphabetisch
- Hierarchie
- Gruppen
Begriffe des Vokabulars alphabetisch auflisten
Vokabular-Konzepte hierarchisch auflisten
Begriffe und Gruppierungen des Vokabulars hierarchisch auflisten
Buchstaben zum alphabetischen Auflisten auswählen
- aA
- dD
- iI
- mM
- αΑ
- άΆ
- βΒ
- γΓ
- δΔ
- εΕ
- έΈ
- ζΖ
- ηΗ
- ήΉ
- θΘ
- ιΙ
- ίΊ
- κΚ
- λΛ
- μΜ
- νΝ
- ξΞ
- οΟ
- όΌ
- πΠ
- ρΡ
- σΣ
- τΤ
- υΥ
- ύΎ
- φΦ
- χΧ
- ψΨ
- ωΩ
- ώΏ
- !*!*
Auflistung der Vokabular-Begriffe nach Alphabet
- ογκολογία
- Ογκώδη απορρίμματα
- ογχοκερκίαση
- οδηγία
- οδηγία (κατευθυντήρια γραμμή) ελέγχου (δοκιμασίας)
- οδηγία για τη νιτρορύπανση
- οδηγία για την ποιότητα των υδάτων
- οδηγία για την προστασία των υδάτων
- οδηγία για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές
- οδηγία για τους οικοτόπους
- οδηγία ΕΠΕ
- οδηγία περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πλαίσιο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον
- οδηγία περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως
- οδηγία περί υγειονομικής ταφής αποβλήτων
- οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα
- οδηγία της ΕΚ
- οδηγία της ΕΚ σχετικά με τα βιοκτόνα
- οδηγία της ΕΚ σχετικά με τη διάθεση των αποβλήτων
- οδηγία της ΕΚ σχετικά με την προστασία των υδάτων
- οδηγία της ΕΚ σχετικά με τις συσκευασίες
- οδηγίες για την ποιότητα του αέρα
- οδική ασφάλεια
- οδική κυκλοφορία
- οδική πρόσβαση
- οδική(ές) μεταφορά(ές)
- οδικό δίκτυο
- οδογέφυρα
- οδοκαθαρισμός
- οδοντόγναθα (λιβελούλες)
- οδοποιία
- οδός → οδός Stattdessen verwenden: τροχιάτροχιά
- οδός ταχείας κυκλοφορίας → οδός ταχείας κυκλοφορίας Stattdessen verwenden: αυτοκινητόδρομοςαυτοκινητόδρομος
- οζονοποίηση → οζονοποίηση Stattdessen verwenden: μετατροπή σε όζονμετατροπή σε όζον
- οικιακά απορρίμματα
- οικιακά απορρίμματα
- οικιακά λύματα
- οικιακή ρύπανση
- οικιακή συσκευή
- οικιακό αγαθό (είδος)
- οικισμός ανθρώπων
- οικισμός καταπατητών
- οικιστική περιοχή → οικιστική περιοχή Stattdessen verwenden: (πυκνο)δομημένη περιοχή(πυκνο)δομημένη περιοχή
- οικιστικός σχεδιασμός
- οικογένεια
- οικογενειακή κατάσταση
- οικογενειακή μονάδα
- οικογενειακό δίκαιο
- οικογενειακός προγραμματισμός
- οικοδομή → οικοδομή Stattdessen verwenden: τοιχοποιίατοιχοποιία
- οικοδομή → οικοδομή Stattdessen verwenden: εργοτάξιο κατασκευώνεργοτάξιο κατασκευών
- οικοδομήσιμη γη
- οικοδομική άδεια
- οικοδομική άδεια
- οικοδομική βιομηχανία
- οικοδομική τεχνολογία
- οικοδομικός κανονισμός
- οικοδόμηση → οικοδόμηση Stattdessen verwenden: τοιχοποιίατοιχοποιία
- οικοζώνη
- οικολογία
- οικολογία του ανθρώπου
- οικολογία του εδάφους
- οικολογία του τοπίου
- οικολογία των πληθυσμών
- οικολογία των πόλεων
- οικολογία των φυτών
- οικολογία υγροτόπων
- οικολογικά ευαίσθητη περιοχή
- οικολογική ανάπτυξη
- οικολογική ανθεκτικότητα
- οικολογική ανισότητα
- οικολογική αξιολόγηση
- οικολογική απογραφή
- οικολογική αφθονία
- οικολογική ικανότητα
- οικολογική ισορροπία
- οικολογική καταστροφή
- οικολογική κοινότητα
- οικολογική λογιστική
- οικολογική παιδιατρική
- οικολογική παράμετρος
- οικολογική προσαρμογή
- οικολογική φωλεά
- οικολογικό αποτύπωμα
- οικολογικό κίνημα
- οικολογικό μάρκετινγκ (οικολογική αγοραστική)
- οικολογικό μουσείο
- οικολογικό σήμα
- οικολογικό σήμα της ΕΚ
- οικολογικός παράγοντας
- οικολογικός πολιτισμός
- οικολογικός τουρισμός → οικολογικός τουρισμός Stattdessen verwenden: οικοτουρισμόςοικοτουρισμός
- οικονομία → οικονομία Stattdessen verwenden: οικονομικάοικονομικά
- οικονομία
- οικονομία της αγοράς
- οικονομία της ενέργειας
- οικονομία του νομίσματος → οικονομία του νομίσματος Stattdessen verwenden: νομισματική οικονομίανομισματική οικονομία
- οικονομικά
- οικονομικά
- οικονομικά δικαιώματα
- οικονομικά στοιχεία
- οικονομικά της αλιείας → οικονομικά της αλιείας Stattdessen verwenden: αλιευτική οικονομίααλιευτική οικονομία
- οικονομικά της βιομηχανίας → οικονομικά της βιομηχανίας Stattdessen verwenden: βιομηχανική οικονομίαβιομηχανική οικονομία
- οικονομικά της Κοινότητας → οικονομικά της Κοινότητας Stattdessen verwenden: κοινοτικά κεφάλαιακοινοτικά κεφάλαια
- οικονομικές επιστήμες → οικονομικές επιστήμες Stattdessen verwenden: οικονομικάοικονομικά
- οικονομική (υπο)στήριξη
- οικονομική ανάλυση
- οικονομική ανάπτυξη
- οικονομική αποτίμηση του περιβάλλοντος
- οικονομική βιωσιμότητα
- οικονομική βοήθεια
- οικονομική γεωγραφία
- οικονομική διάρθρωση (δομή)
- οικονομική δραστηριότητα
- οικονομική δραστηριότητα
- οικονομική ζώνωση
- οικονομική θεωρία
- οικονομική κατάσταση (συγκυρία)
- οικονομική μεγέθυνση
- οικονομική περιοχή
- οικονομική πολιτική
- οικονομική πρόβλεψη
- οικονομική του περιβάλλοντος → οικονομική του περιβάλλοντος Stattdessen verwenden: περιβαλλοντική οικονομίαπεριβαλλοντική οικονομία
- οικονομική των επιχειρήσεων
- οικονομική-οικολογική αποδοτικότητα (απόδοση)
- οικονομικό κίνητρο
- οικονομικό μέσο
- οικονομικό πρόγραμμα (σχέδιο)
- οικονομικό σύστημα
- οικονομικός ανταγωνισμός
- οικονομικός σχεδιασμός
- οικονομικός τομέας
- οικονομολογία → οικονομολογία Stattdessen verwenden: οικονομικάοικονομικά
- οικοσήμανση
- οικοσυστημικές υπηρεσίες
- οικοσύστηαμα εύκατης ζώνης
- οικοσύστημα
- οικοσύστημα διεθνούς σημασίας
- οικοσύστημα ημίξηρης ζώνης
- οικοσύστημα ημιορεινής ζώνης
- οικοσύστημα ξηράς ζώνης
- οικοσύστημα ποταμοκόλπων
- οικοσύστημα σε γλυκά ύδατα (γλυκέων υδάτων)
- οικοσύστημα τροπικού δάσους
- οικοσύστημα υγροτόπων
- οικοσύστημα ψυχρής ζώνης
- οικοτοξικολογία
- οικοτοξικολογική αξιολόγηση
- οικοτοξικότητα
- οικοτουρισμός
- οικοφυσιολογία
- οικοϊσορροπία
- οικότοπος
- οικότυπος
- οινόπνευμα
- ολική παράμετρος
- ολικό φορτίο → ολικό φορτίο Stattdessen verwenden: (ψυχολογική) πίεση(ψυχολογική) πίεση
- ολικός οργανικός άνθρακας
- ολκή → ολκή Stattdessen verwenden: τάνυσητάνυση
- ολοκλήρωση πολιτικής
- ολοκληρωμένη καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών
- ολοκληρωμένο φυσικό καταφύγιο
- ομάδα δράσης
- ομάδα καταναλωτών
- ομάδα πίεσης
- ομάδα πίεσης
- ομάδα συμφερόντων → ομάδα συμφερόντων Stattdessen verwenden: ομάδα πίεσηςομάδα πίεσης
- ομάδα-στόχος
- ομίχλη
- ομβρόφιλο δάσος
- ομιλία → ομιλία Stattdessen verwenden: λόγοςλόγος
- ομοίωμα → ομοίωμα Stattdessen verwenden: πρότυποπρότυπο
- ομοσπονδιακή αρχή
- ομοσπονδιακή κυβέρνηση
- ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) [Γερμανία]
- ονοματολογία
- οντογένεση
- οξέα
- οξίδια
- οξίδια του αζώτου
- οξίδιο του αζώτου
- οξίδιο του θείου
- οξίδωση → οξίδωση Stattdessen verwenden: διάβρωσηδιάβρωση
- οξίδωση
- οξίνιση
- οξίνιση του εδάφους
- οξιδοαναγωγή
- οξιδωτικό (μέσο)
- οξιδωτικό υλικό
- οξυγόνο
- οξυγόνωση
- οξύς (διαπεραστικός) θόρυβος
- οξύτητα
- οξύτητα ακοής
- οπληφόρα
- οπλισμός
- οπτάνθρακας
- οπτικοακουστικός εξοπλισμός
- οπτικοακουστικός τομέας
- οπτόπλινθος
- οπωροκομία → οπωροκομία Stattdessen verwenden: καλλιέργεια οπωροφόρωνκαλλιέργεια οπωροφόρων
- οπωροφόρο δέντρο
- ορ(ρ)ός γάλακτος
- οργάνωση εργασιών
- οργάνωση της διδασκαλίας
- οργάνωση του νομικού συστήματος
- οργανικά απόβλητα
- οργανικά λύματα
- οργανικές ουσίες
- οργανική χημεία
- οργανική ύλη
- οργανικό άζωτο
- οργανικό βελτιωτικό εδάφους
- οργανικός άνθρακας
- οργανικός διαλύτης
- οργανικός ρύπος
- Οργανισμός
- οργανισμός (νομικός όρος)
- οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης
- οργανισμός (υπηρεσία) προστασίας του περιβάλλοντος
- οργανισμός γλυκέων υδάτων
- οργανισμός δοκιμασίας
- οργανισμός εκμετάλλευσης → οργανισμός εκμετάλλευσης Stattdessen verwenden: επιχειρηματικός οργανισμόςεπιχειρηματικός οργανισμός
- οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος
- οργανισμός του εδάφους
- οργανοαζωτούχος ένωση
- οργανοαλογονούχος ένωση
- οργανοθειούχος ένωση
- οργανοληπτική ιδιότητα
- οργανολογία → οργανολογία Stattdessen verwenden: ενοργάνισηενοργάνιση
- οργανομεταλλική ένωση
- οργανοοξυγονούχος ένωση
- οργανοπυριτική ένωση
- οργανοφωσφορική ένωση
- οργανοχλωριούχος ένωση
- οργασμός → οργασμός Stattdessen verwenden: καταληκτική κατάστασηκαταληκτική κατάσταση
- ορειβασία
- ορειβατικό καταφύγειο
- ορεινή περιοχή
- ορεινό δάσος
- ορεινό κέντρο αναψυχής (καταφύγιο)
- ορεινό κλίμα
- ορεινό οικοσύστημα
- ορεογραφία
- ορθή διαχείριση
- ορθόπτερα
- ορθόπτερα (ακρίδες)
- οριακή ταχύτητα → οριακή ταχύτητα Stattdessen verwenden: όριο ταχύτηταςόριο ταχύτητας
- οριακή τιμή
- οριακή τιμή
- οριακό στρώμα
Informationen zum Vokabular
Bezeichnung
GEMET - Concepts, version 4.1.0, 2018-07-12T14:49:05.824817+00:00
Beschreibung
GEMET, the GEneral Multilingual Environmental Thesaurus, has been developed as an indexing, retrieval and control tool for the European Topic Centre on Catalogue of Data Sources (ETC/CDS) and the European Environment Agency (EEA), Copenhagen. (https://www.eionet.europa.eu/gemet/). It is provided under CC-BY 2.5 distribution license. This is a modified version that contains skos:broadMatch links from GEMET concepts to BackBoneThesaurus (BBT) concepts.
URI
http://www.eionet.europa.eu/gemet/gemetThesaurus
Anzahl Ressourcen nach Typ
Typ | Anzahl |
---|
Anzahl Begriffe nach Sprache
Sprache | Bevorzugte Begriffe | Synonyme | Versteckte Begriffe |
---|