Angaben zum Begriff
Bevorzugte Bezeichnung
Typ
-
http://www.eionet.europa.eu/gemet/2004/06/gemet-schema.rdf#Group
-
Sammlung
Gehört zur Gruppe
- gemet:groupCollection (gemet)
Gehört zu Array
Gruppenmitglieder
- algae-based biofuel production (en)
- alternative fuel (en)
- dry manure management system (en)
- fossil fuel gas (en)
- fuel gas (en)
- marine diesel oil (en)
- marine fuel oil (en)
- marine gas oil (en)
- mineral fertiliser (en)
- organic fertiliser (en)
- organo-mineral fertiliser (en)
- residual fuel oil (en)
- second generation biofuel production (en)
- solid fuel use (en)
- thermo-mechanical biofuel production (en)
- αγρονομικό πρόσθετο λιπάσματος
- αγροχημικός
- αζωτούχο λίπασμα
- αλάτι στρώσης (οδοστρώματος)
- αλισίβα
- αλουμίνα
- αλουμινένιος περιέκτης
- άμμος
- αμόλυβδη βενζίνη
- ανακυκλωμένο υλικό
- ανακυκλωμένο χαρτί
- ανακυκλώσιμο πλαστικό
- ανακυκλωσιμότητα
- ανάμικτο προϊόν
- ανανεώσιμη πρώτη ύλη
- ανόργανο λίπασμα
- αντιβιοτικό
- αντιδιαβρωτικό (μέσο)
- αντιρρυπαντικό μέσο
- αντοχή υλικών
- απολυμαντικό
- απορρυπαντικό
- αποσκληρυντικό (μαλακτικό) μέσο
- αργό πετρέλαιο
- αρωματική ουσία
- αρωματισμός
- άσβεστος
- αφρίζον μέσο
- βακτηριοκτόνο
- βαμβάκι
- βαρύ μαζούτ
- βαφή
- βενζίνη
- βενζόλη
- βερνίκι
- βιοαέριο
- βιογενές καύσιμο
- βιοκτόνο
- βιολογικό όπλο
- βιομηχανικό προϊόν
- βιομηχανικό υλικό
- βρώσιμο λίπος
- γαιάνθρακας
- γάλα
- γαλακτοκομικό προϊόν
- γενετικά τροποποιημένος οργανισμός
- γεωργικό προϊόν
- γλυκαντικό (μέσο)
- γουνόδερμα
- γύψος
- δασικό προϊόν
- δέρμα
- διαβρωτική (χαρακτική) ουσία
- διαλύτης
- διατήρηση
- δοχείο ψεκασμού
- είδος διατροφής
- εκρηκτική ύλη
- ελαστικό αυτοκινήτου
- ελαστικό αυτοκινήτου
- ελεφαντόδοντο
- εμπλουτισμένο ουράνιο
- εμπορευματοκιβώτιο
- εναλλακτικό υλικό
- ενδιάμεσο προϊόν
- ένδυση
- ενεργός άνθρακας
- εντομοκτόνο
- εξορυκτικό προϊόν
- επαναχρησιμοποιούμενος περιέκτης
- επικίνδυνη ουσία
- επικίνδυνο υλικό (κατ)εργασίας
- επίπλωση
- (επι)πρόσθετη συσκευασία
- επιστρεφόμενο δοχείο
- επιφανειοδραστικό
- εύφλεκτη ουσία
- εύφλεκτο προϊόν
- ζάχαρη
- ζιζανιοκτόνο
- ζωική κοπριά ως καύσιμο
- ζωική τροφή
- ζωική υφαντική ίνα
- ζωικό προϊόν
- ζωοτροφή
- ηλεκτρονικό υλικό
- ημιαγωγός
- ημικατεργασμένο (ημιτελές) προϊόν
- ημίρρευστη κοπριά
- ηχομονωτικό υλικό
- θερμά ύδατα
- ιδιότητες των υλικών
- ίνα
- ίχνη υλικού
- καλιούχο λίπασμα
- καλλιέργεια για καταστροφή των ζιζανίων (τεύτλων)
- καλώδιο
- καουτσούκ
- κάρβουνο
- κατανάλωση λιπασμάτων
- κατανάλωση ορυκτών καυσίμων
- καταναλωτικό προϊόν
- κατεργασμένο τρόφιμο
- καύσιμα ντίζελ
- καύσιμη αλκοόλη
- καύσιμο
- καύσιμο από απορρίμματα
- καύσιμο κινητήρα
- καύσιμο οικιακής χρήσης
- καύσιμο πλοίων
- καυσόξυλο
- κεραμική
- κηροζίνη
- κόλλα
- κολλητική ουσία
- κοπριά
- κοπρόχωμα
- κοπρόχωμα από απόβλητη λάσπη
- κράμα (μετάλλων)
- κρέας
- κροκιδωτικό (μέσο)
- κύκλος ζωής προϊόντος
- κύκλος ζωής (του/των) υλικού(ών)
- κυτταρίνη
- λάκα
- λαχανικό
- λειτουργικό τρόφιμο
- λευκαντική άργιλος
- λευκαντική ουσία
- λιγνίτης
- λίθος
- λιπαντικό
- λίπασμα
- λίπασμα ζωικής προέλευσης
- μαλλί
- μελάνη
- μέσο εμποτισμού
- μέσο συμπλοκοποίησης
- μεταλλαξιογόνος ουσία
- μετάλλευμα
- μεταλλικό νερό
- μεταλλικό προϊόν
- μεταποιημένη γεωργική παραγωγή
- μη επεξεργασμένα ύδατα
- μη επιστρεφόμενη συσκευασία
- μη ρυπαίνον καύσιμο
- μητρικό γάλα
- μονωτικό υλικό
- μυκητοκτόνο
- νέα τρόφιμα
- νέο υλικό
- νερό
- νερό ψύξης
- ντόπια δοικά υλικά
- ξενοβιοτική ουσία
- ξυλάνθρακας
- ξυλεία
- οικιακό αγαθό (είδος)
- οξιδωτικό (μέσο)
- οξιδωτικό υλικό
- όπλο
- οπτάνθρακας
- οπτόπλινθος
- οργανικό βελτιωτικό εδάφους
- οργανικός διαλύτης
- ορυκτέλαιο
- ορυκτή ίνα
- ορυκτοβάμβακας
- ορυκτό βελτιωτικό
- ορυκτό καύσιμο
- ουσία επικίνδυνη για το περιβάλλον
- παραπροϊόν
- πετρέλαιο
- πετρέλαιο εξωτερικής καύσης
- πετρέλαιο οικιακής χρήσης
- πετροχημική ουσία
- πηκτικός παράγοντας του πετρελαίου
- πίσσα
- πλαστικό (υλικό)
- πολτός
- πόσιμο νερό
- ποτό
- πράσινο λαχανικό
- πριονίδι
- προϊόν απο(ικο)δόμησης
- προϊόν διάσπασης
- προϊόν καθαρισμού
- προϊόν ξυλείας
- προϊόν πρωτεΐνης
- προϊόντα
- πρόσθετο
- πρόσθετο καυσίμου
- πρόσθετο τροφίμων (στα τρόφιμα)
- (προστατευτική) επικάλυψη
- προστατευτικό στρώμα (αχύρου)
- προωθητικό (μέσο)
- πρώτη ύλη
- πυρηνικό καύσιμο
- πυρηνικό όπλο
- πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο
- πώμα φιάλης
- ρητίνη
- σαπούνι
- σκυρόδεμα
- σποροαπολύμανση
- σπόρος
- σπόρος (για σπορά) [προϊόν]
- στοιχείο πυρηνικού καυσίμου
- συνθετική υφαντική ίνα
- συνθετικό απορρυπαντικό
- συνθετικό υλικό
- σύνθετο προϊόν διατροφής
- συντηρητικό
- συσκευασία
- τανίνη
- τερατογόνος ουσία
- τέφρα
- τοξική ουσία
- τοξικό μέταλλο
- τοξικό προϊόν
- τριαλογονούχο παράγωγο του μεθανίου
- τροφή
- τσιμέντο
- τύρφη
- υαλοβάμβακας
- ύαλος
- υγρή κοπριά (υγρό λίπασμα)
- υγροποιημένο αέριο
- ύδατα για βιομηχανική χρήση
- ύδατα για γεωργική χρήση
- ύδατα για κατανάλωση
- ύδατα επεξεργασίας
- ύδατα πηγής
- υλικά
- υλικά οικοδομών
- υλικό οδοποιίας
- υλικό πλήρωσης (γέμισης, επιχωμάτων)
- υπάρχουσες χημικές ουσίες (που κυκλοφορούν στο εμπόριο)
- υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων
- ύφασμα
- ύφασμα
- φάρμακο
- φελλός
- φιλικό για το περιβάλλον προϊόν
- φυκοκτόνο
- φυσική ίνα
- φυσικό αέριο
- φυσικό λίπασμα
- φυσικό πέτρωμα
- φυσικό υλικό
- φυτική υφαντική ίνα
- φυτικό έλαιο
- φυτοπροστατευτικό προϊόν
- φυτοφάρμακο
- φωσφορούχο λίπασμα
- φωτοχημικό προϊόν
- χάλυβας
- χαρτί
- χημική ουσία που χρησιμοποιείται στο σπίτι
- χημικό λίπασμα
- χημικό όπλο
- χημικό προϊόν
- χημικό σκεύασμα
- χλωρή λίπανση
- χρωστική τροφίμων
- χρωστική ύλη
- ψυκτικό έλαιο
- ψυκτικό (μέσο) (υγρό)
In anderen Sprachen
-
Arabisch
-
Armenisch
-
Aserbaidschanisch
-
Baskisch
-
Bulgarisch
-
Dänisch
-
Deutsch
-
Englisch
-
Englisch (Vereinigte Staaten)
-
Estnisch
-
Finnisch
-
Französisch
-
Georgisch
-
Irisch
-
Italienisch
-
Katalanisch
-
Kroatisch
-
Lettisch
-
Litauisch
-
Maltesisch
-
Niederländisch
-
Norwegisch
-
Polnisch
-
Portugiesisch
-
Rumänisch
-
Russisch
-
Schwedisch
-
Slowakisch
-
Slowenisch
-
Spanisch
-
Tschechisch
-
Türkisch
-
Ukrainisch
-
Ungarisch