Sidebar listing: list and traverse vocabulary contents by a criterion
- Alphabetical
- Hierarchy
- Groups
List vocabulary concepts alphabetically
List vocabulary concepts hierarchically
List vocabulary concepts and groupings hierarchically
Choose alphabetical listing letter
- aA
- dD
- iI
- mM
- αΑ
- άΆ
- βΒ
- γΓ
- δΔ
- εΕ
- έΈ
- ζΖ
- ηΗ
- ήΉ
- θΘ
- ιΙ
- ίΊ
- κΚ
- λΛ
- μΜ
- νΝ
- ξΞ
- οΟ
- όΌ
- πΠ
- ρΡ
- σΣ
- τΤ
- υΥ
- ύΎ
- φΦ
- χΧ
- ψΨ
- ωΩ
- ώΏ
- !*!*
Listing vocabulary concepts alphabetically
- κάδμιο
- κάδος απορριμμάτων
- κάθαρση
- κάκωση
- κάλυμμα → κάλυμμα Prefer using επικάλυψηεπικάλυψη
- κάλυψη → κάλυψη Prefer using επικάλυψηεπικάλυψη
- κάλυψη εδαφικών εκτάσεων → κάλυψη εδαφικών εκτάσεων Prefer using κάλυψη του εδάφουςκάλυψη του εδάφους
- κάλυψη του εδάφους
- κάλυψη του χώρου ταφής απορριμμάτων
- κάμινος
- κάπνισμα
- κάρβουνο → κάρβουνο Prefer using γαιάνθρακαςγαιάνθρακας
- κάρβουνο
- κάταγμα → κάταγμα Prefer using παράβασηπαράβαση
- κάτοικος
- Κάτω Βουλή
- κέντρο (πάρκο) δεξαμενών αποθήκευσης
- κέντρο έρευνας (ερευνών) → κέντρο έρευνας (ερευνών) Prefer using ερευνητικό κέντροερευνητικό κέντρο
- κέντρο αναψυχής
- κέντρο ανταλλαγής πληροφοριών
- κέντρο δεδομένων
- κέντρο κατάρτισης
- κέντρο περίθαλψης → κέντρο περίθαλψης Prefer using κατάλυμακατάλυμα
- κέντρο πληροφοριών
- κέντρο πυρηνικών ερευνών
- κέντρο τεκμηρίωσης
- κέντρο τηλεανίχνευσης
- κέντρο της πόλης
- κέντρο χειμερινού αθλητισμού
- κέρδος
- κήπος
- κήπος αγγλικού τύπου
- κήπος κατοικίας
- κίνδυνοι
- κίνδυνοι
- κίνδυνος από τα πυρηνικά → κίνδυνος από τα πυρηνικά Prefer using πυρηνικός κίνδυνοςπυρηνικός κίνδυνος
- κίνδυνος για την περιβαλλοντική υγιεινή
- κίνδυνος για την υγεία
- κίνδυνος για το περιβάλλον → κίνδυνος για το περιβάλλον Prefer using περιβαλλοντικός κίνδυνοςπεριβαλλοντικός κίνδυνος
- κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου
- κίνδυνος καρκινογένεσης → κίνδυνος καρκινογένεσης Prefer using κίνδυνος εμφάνισης καρκίνουκίνδυνος εμφάνισης καρκίνου
- κίνδυνος καταστροφών
- κίνδυνος ναυσιπλοΐας
- κίνδυνος πλημμύρας
- κίνδυνος ρύπανσης
- κίνηση → κίνηση Prefer using (οδική) κυκλοφορία(οδική) κυκλοφορία
- κίνηση αερίων μαζών
- καίσιο
- καθίζηση → καθίζηση Prefer using κατάρρευσηκατάρρευση
- καθίζηση [βιομηχανική μέθοδος]
- καθίζηση [χημική]
- καθίζηση εδάφους
- καθίζηση του εδάφους
- καθαρή εξάντληση πόρων
- καθαρισμός
- καθαρισμός (του) άνθρακα
- καθαρισμός αερίων
- καθαρισμός ακτής (των ακτών)
- καθαρισμός απαερίων
- καθαρισμός διαμέσου του εδάφους
- καθαρισμός του ύδατος
- καθαρισμός των λυμάτων
- καθαριότητα (υγιεινή)
- καθαρό καύσιμο → καθαρό καύσιμο Prefer using μη ρυπαίνον καύσιμομη ρυπαίνον καύσιμο
- καθεστώς που διέπει τις απολύσεις
- καθημερινή μετακίνηση προς και από τον τόπο εργασίας εκτος των ωρών αιχμής
- καθημερινή μετακίνηση προς κι από τον τόπο εργασίας
- καθολική αποξήρανση
- καθορισμός στόχων → καθορισμός στόχων Prefer using στοχοθέτησηστοχοθέτηση
- καινοτομία
- καιρικές συνθήκες → καιρικές συνθήκες Prefer using καιρόςκαιρός
- καιρικές συνθήκες → καιρικές συνθήκες Prefer using κατάσταση καιρούκατάσταση καιρού
- καιρική μεταβολή
- καιρός → καιρός Prefer using χρόνοςχρόνος
- καιρός
- κακή διατροφή → κακή διατροφή Prefer using υποσιτισμόςυποσιτισμός
- καλαμιώνας → καλαμιώνας Prefer using ραβδόγλυφαραβδόγλυφα
- καλιούχο λίπασμα
- καλλιέργεια
- καλλιέργεια αποψιλωμένου και καμένου εδάφους
- καλλιέργεια βολβών
- καλλιέργεια γεωργικής έκτασης
- καλλιέργεια για καταστροφή των ζιζανίων (τεύτλων)
- καλλιέργεια θερμοκηπίου
- καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες
- καλλιέργεια λαχανικών
- καλλιέργεια μυδιών → καλλιέργεια μυδιών Prefer using οστρακοκαλλιέργειαοστρακοκαλλιέργεια
- καλλιέργεια οπωροφόρων
- καλλιέργεια οστρακοδέρμων
- καλλιέργεια στρειδιών → καλλιέργεια στρειδιών Prefer using οστρακοκαλλιέργειαοστρακοκαλλιέργεια
- καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών
- καλλιεργημένο φυτό
- καλλιεργητική αξία
- καλλιτεχνικά → καλλιτεχνικά Prefer using τέχνητέχνη
- καλλωπιστικά φυτά
- καλώδιο
- κανάλι → κανάλι Prefer using διώρυγαδιώρυγα
- κανθαρίδες
- κανονικοποίηση
- κανονισμοί ελέγχγου για την ρύπανση
- κανονισμός
- κανονισμός → κανονισμός Prefer using διάταξηδιάταξη
- κανονισμός (ΕΚ) → κανονισμός (ΕΚ) Prefer using κανονισμός της ΕΚκανονισμός της ΕΚ
- κανονισμός (προδιαγραφή) για την ασφάλεια στην εργασία
- κανονισμός (ρύθμιση) για τα άχρηστα ηλεκτρονικά υλικά
- κανονισμός (ρύθμιση) για την προστασία του περιβάλλοντος
- κανονισμός για (σχετικά με) τα επικίνδυνα εμπορεύματα
- κανονισμός εξόρυξης
- κανονισμός σχετικά με (για) τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια
- κανονισμός της ΕΚ
- κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και
- κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες
- κανονιστικό δίκαιο
- κανονιστικός έλεγχος
- κανόνας
- κανόνας ασφαλείας
- κανόνας ρύπανσης
- καουτσούκ
- καπνισμός → καπνισμός Prefer using κάπνισμακάπνισμα
- καπνοδόχος
- καπνός
- καπνός
- καπνός
- καπνός σε εσωτερικούς χώρους
- καπνός τσιγάρου
- καρδι(ο)αγγειακό νόσημα
- καρδι(ο)αγγειακό σύστημα
- καρδιολογία
- καρκίνος
- καρκινογένεση
- καρκινογόνο(ς)
- καρκινοειδή
- καρπός
- καρστικός (σχηματισμός)
- καρύκευση → καρύκευση Prefer using αρωματισμόςαρωματισμός
- Κασπία Θάλασσα
- κασσίτερος
- καστανέα
- καστανιά → καστανιά Prefer using καστανέακαστανέα
- κατ' έφεση δίκη
- κατ' ανάθεση διαχείριση
- κατά κεφαλήν δεδομένα (στοιχεία)
- κατάκλυση
- Κατάληψη
- κατάληψη, αιφνίδια προσβολή, σύλληψη, κατάσχεση
- κατάλογος → κατάλογος Prefer using απογραφήαπογραφή
- κατάλοιπα (της) καύσης
- κατάλοιπα επεξεργασίας αποβλήτων
- κατάλοιπα φυτοφαρμάκου
- κατάλυμα
- κατάλυμα → κατάλυμα Prefer using παροχή καταλύματοςπαροχή καταλύματος
- κατάλυση
- κατάργηση των ρυθμίσεων → κατάργηση των ρυθμίσεων Prefer using απορρύθμισηαπορρύθμιση
- κατάρρευση
- κατάρτιση
- κατάρτιση (διαμόρφωση) μοντέλου → κατάρτιση (διαμόρφωση) μοντέλου Prefer using προτυποποίησηπροτυποποίηση
- κατάρτιση σε θέματα → κατάρτιση σε θέματα Prefer using περιβαλλοντική κατάρτισηπεριβαλλοντική κατάρτιση
- κατάσταση καιρού
- κατάσταση της ανάπτυξης
- κατάσταση της ύλης
- κατάσταση των αποβλήτων
- κατάσταση όσον αφορά τις εκπομπές
- κατάσχεση → κατάσχεση Prefer using απομόνωσηαπομόνωση
- κατάσχεση ενυποθήκου
- κατάταξη → κατάταξη Prefer using ταξινόμησηταξινόμηση
- κατάχρηση φαρμάκων
- καταβύθιση → καταβύθιση Prefer using απόρριψηαπόρριψη
- καταβύθιση → καταβύθιση Prefer using κατάρρευσηκατάρρευση
- καταγεγραμμένη τοποθεσία
- καταγραφή
- καταγραφή ουσιών
- καταδίκη → καταδίκη Prefer using καταδικαστική απόφασηκαταδικαστική απόφαση
- καταδικαστική απόφαση
- καταιγίδα
- κατακλυσμός → κατακλυσμός Prefer using πλημύραπλημύρα
- κατακρήμνιση (απόθεση, κατάλοιπα) ρύπων (σωματιδίων)
- κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής → κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής Prefer using έκπλυσηέκπλυση
- κατακρημνίσεις (εναπόθεση) ρύπων
- καταληκτική κατάσταση
- καταλληλότητα του NIMBY
- καταλογισμός → καταλογισμός Prefer using κατανομήκατανομή
- καταλυτικός μετατροπέας
- καταλύτης
- καταμαράν → καταμαράν Prefer using σκάφος μικρής επιφανείας ισάλουσκάφος μικρής επιφανείας ισάλου
- καταμερισμός → καταμερισμός Prefer using διανομήδιανομή
- καταμερισμός σε διαύλους
- κατανάλωση ενέργειας
- κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας
- κατανάλωση καυσίμου
- κατανάλωση λιπασμάτων
- κατανάλωση ορυκτών καυσίμων
- κατανάλωση πετρελαίου
- κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας
- κατανάλωση ύδατος
- καταναλωτικά απορρίμματα
- καταναλωτικό αγαθό
- καταναλωτικό προϊόν
- καταναλωτικό πρότυπο
- κατανομή → κατανομή Prefer using διανομήδιανομή
- κατανομή
- κατανομή → κατανομή Prefer using απόδοσηαπόδοση
- κατανομή (του) χρόνου
- κατανομή πληθυσμού
- κατανομή των ρύπων
- καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών
- καταπολέμηση των ζιζανίων
- κατασκήνωση
- κατασκήνωση → κατασκήνωση Prefer using στρατόπεδοστρατόπεδο
- κατασκήνωση
- κατασκευές (δόμηση) με ανακυκλωμένα υλικά
- κατασκευή (ανέγερση) εγκαταστάσεων
- κατασκευή αρτηριών κυκλοφορίας
- κατασκευή γουνοδερμάτων
- κατασκευή δικτύου
- κατασκευή ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών
- κατασκευή μηχανών
- κατασκευή οργάνων
- κατασκευή φωλιάς → κατασκευή φωλιάς Prefer using φώλιασμαφώλιασμα
- κατασκευασμένη δομή
- κατασκευασμένο σύστημα αποχέτευσης
- κατασκευαστική εργασία → κατασκευαστική εργασία Prefer using έργο (κατασκευής)έργο (κατασκευής)
- κατασκευαστικός εξοπλισμός
- καταστατικό κείμενο
- καταστατικός δημόσιος φορέας
- καταστολή
- καταστροφές (θεομηνίες)
- καταστροφή
- καταστροφή (φθορά) του δάσους
- καταστροφή από εναέρια σύρματα
- καταστροφή από πετρέλαιο
- καταστροφή κτηρίου(ων)
- καταστροφή οικοτόπου
- καταστροφή του όζοντος
- καταστροφή των καλλιεργειών
- καταυλισμός → καταυλισμός Prefer using στρατόπεδοστρατόπεδο
- καταυλισμός διακοπών → καταυλισμός διακοπών Prefer using κατασκήνωσηκατασκήνωση
- καταφύγιο → καταφύγιο Prefer using κατάλυμακατάλυμα
- καταφύγιο
- καταφύγιο άγριων ζώων (αγριμιών)
- καταφύγιο έκτακτης ανάγκης
- καταφύγιο ζώων
- καταφύγιο πτηνών
- καταχώρηση → καταχώρηση Prefer using καταγραφήκαταγραφή
- καταχώριση (αποτύπωση) εικόνων
- κατεργασία ελαστικού
- κατεργασία του εδάφους
- κατεργασμένο τρόφιμο
- κατευθυντήρια γραμμή πολιτικής
- κατηγορία απειλούμενου με εξαφάνιση είδους
- κατηγοριοποίηση → κατηγοριοποίηση Prefer using ταξινόμησηταξινόμηση
Vocabulary information
Label
GEMET - Concepts, version 4.1.0, 2018-07-12T14:49:05.824817+00:00
Description
GEMET, the GEneral Multilingual Environmental Thesaurus, has been developed as an indexing, retrieval and control tool for the European Topic Centre on Catalogue of Data Sources (ETC/CDS) and the European Environment Agency (EEA), Copenhagen. (https://www.eionet.europa.eu/gemet/). It is provided under CC-BY 2.5 distribution license. This is a modified version that contains skos:broadMatch links from GEMET concepts to BackBoneThesaurus (BBT) concepts.
URI
http://www.eionet.europa.eu/gemet/gemetThesaurus
Resource counts by type
Type | Count |
---|
Term counts by language
Language | Preferred terms | Alternate terms | Hidden terms |
---|