Concept information
Preferred term
Type
-
http://www.eionet.europa.eu/gemet/2004/06/gemet-schema.rdf#Group
-
Collection
Belongs to group
- gemet:groupCollection (gemet)
Belongs to array
Group members
- above-ground biomass growth (en)
- above-ground non-tree biomass (en)
- above-ground tree biomass (en)
- aquatic system (en)
- biocapacity (en)
- biomass burning (en)
- biomass feedstock (en)
- biotic interactions (en)
- cultivated species (en)
- cultural ecosystem services (en)
- dermapteran (en)
- domesticated species (en)
- ecological corridor (en)
- ecosystem process (en)
- ecosystem resilience (en)
- ecosystem stability (en)
- good ecological status (en)
- marine biodiversity (en)
- marine biota (en)
- ocean acidification (en)
- organisation environmental footprint (en)
- product environmental footprint (en)
- resilience (en)
- sensitive ecosystem (en)
- smoltification (en)
- soil biodiversity (en)
- soil biota (en)
- species extinction (en)
- tree biomass (en)
- underground ecosystem (en)
- urban biodiversity (en)
- αβγό
- αβιοτικός παράγοντας
- αγγειόσπερμα
- άγρια ζώα και φυτά (χλωροπανίδα)
- άγρια πανίδα
- άγριο ζώο
- άγριο φυτό
- αγρωστώδη
- αγρωστώδη φυτά
- αέρας αναπνοής
- αερόβιες συνθήκες
- αίμα (ιστός)
- ακάρεα
- ακοή
- ακουστικό σύστημα
- ακρίδα της ερήμου
- αλληλεπίδραση οικοσυστημάτων
- αμφίβια
- αναερόβιες συνθήκες
- αναπαραγωγή (βιοογική)
- αναπαραγωγή των ζώων
- αναπνευστική οδός
- αναπνευστικό σύστημα
- αναπνοή
- ανάπτυξη υπόγειας βιομάζας
- αναρριχητικό φυτό
- ανατομία
- ανεμοθλασία
- ανθεκτικότητα (βιολογική)
- άνθος
- ανθρώπινο σώμα
- ανθρωπογενής παράγων
- αννελίδες
- ανοσοποιητικό σύστημα
- άνουρα
- Ανταρκτικό οικοσύστημα
- αντίσωμα
- αποδημητικό είδος
- αποδημητικό (μεταναστευτικό) πτηνό
- αποικισμός
- απολίθωμα
- αραχνοειδή
- αρθρόποδα
- αρθρωτά
- αρκτίδες
- Αρκτικό οικοσύστεμα
- αρπακτικό
- αρπακτικό πτηνό
- αρχίπτερα
- ασπόνδυλα
- αστικό οικοσύστημα
- αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεων (ακαθαρσιών)
- αυτοοικολογία
- αφομοίωση
- βακτήρια
- βακτηρίδια των κοπράνων
- βασιδιομύκης
- βενθικό οικοσύστημα
- βένθος
- βιογεωχημικός κύκλος
- βιοδιαθεσιμότητα
- βιοκοινωνία
- βιολογικές διαδικασίες
- βιολογική δέσμευση αζώτου
- βιολογική δραστηριότητα
- βιολογική εξέλιξη
- βιολογική ισορροπία των υδάτων
- βιολογική παραγωγή
- (βιολογικός) ανταγωνισμός
- βιολογικός κύκλος
- βιολογικός κύκλος
- βιολογικό χαρακτηριστικό
- βιομάζα
- βιομηχανικό φυτό [οργανισμός]
- βιοποικιλότητα
- βιορυθμός
- βιοσύνθεση
- βιοσυσσώρευση
- βιόσφαιρα
- βιοτικός παράγοντας
- βιοτονωτικό φυτού
- βιότοπος
- βιοφωσφορισμός
- βλάστηση
- βλάστηση βυθού
- βόεϊος
- βοοειδή
- βοοειδή
- βρυόφυτα
- βρυόφυτα
- γαστερόποδα
- γενετική ομάδα
- γενετική πληροφορία
- γενετική ποικιλία
- γενετική ποικιλότητα (ποικιλομορφία)
- γενετικό υλικό
- γεωγονικός παράγοντας
- γεωσκώληκες
- γονίδιο
- γουνοφόρο ζώο
- γυμνόσπερμα
- γύρη
- δασική βιοποικιλότητα
- δασικό οικοσύστημα
- δασικό οικοσύστημα
- δενδροκομείο
- δέντρο
- δερματόπτερα (ψαλίδες)
- δε(σ)οξυριβο(ζο)νουκλεϊ(νι)κό οξύ
- δευτερεύων βιότοπος
- διαπνοή
- διάτομα
- διαφοροποίηση
- διαχείμαση
- δίκτυο βιοτόπων
- δίπτερα
- είδη οικοσυστημάτων
- είδος
- είδος βλάστησης
- (εκ)βλάστηση
- εκτοπισμός των ζώων
- (εκτρεφόμενο) ζώο αγροκτήματος
- ελαιοκράμβη
- ελαφίδες
- έμβρυο
- εμβρυογένεση
- ενδημικό είδος
- ενδιαίτημα άγριας ζωής
- ενδιαίτημα ζώων
- έντομα
- εντομοφάγα
- εξαερωτική εξίδρωση
- εξαφάνιση [οικολογικός όρος]
- εξειδίκευση [βιολογικός όρος]
- εξέλιξη
- εξημερωμένο ζώο
- επιβίωση
- επικράτεια
- επώαση
- ερπετά
- ευπροσβλητότητα του οικοσυστήματος
- εχινόδερμα
- ζιζάνιο
- (ζωϊκά) παράσιτα
- ζωικό κεφάλαιο
- ζωικός πληθυσμός
- ζώο
- ζώο
- ζώο ανθεκτικό στην ξηρασία
- ζωοβιολογία
- ζώο προς σφαγή
- ηλικία
- θαλάσσια πανίδα
- θαλάσσιο θηλαστικό
- θαλάσσιο οικοσύστημα
- θαλάσσιος οργανισμός
- θερμόαιμο ζώο
- θηλαστικά
- θηράματα (κυνήγι)
- θρεπτική ουσία (ύλη)
- ιοί
- ίππος
- ισοζύγιο στρωμάτων πάγου
- ισορροπία θρεπτικών ουσιών (συστατικών)
- ισορροπία της ύλης
- ιστός
- ιχθύες
- καλλιεργημένο φυτό
- καλλωπιστικά φυτά
- κάλυψη του εδάφους
- κανθαρίδες
- καπνός
- καρδι(ο)αγγειακό σύστημα
- καρκινοειδή
- καρπός
- καστανέα
- καταληκτική κατάσταση
- κατάλυμα
- κατοικίδιο (ζώο)
- κεφαλόποδα
- κητοειδή
- κλωστικό φυτό
- κοιλεντερωτά
- κολεόπτερα
- κολοβακτηρίδια
- κολουβρίδες
- κοράλλια
- κορέοι
- κρεατοπαραγωγό βοοειδές
- κροκοδειλίδες
- κρυπτόγαμα
- κυανοφύκη
- κύκλος αζώτου
- κύκλος του άνθρακα
- κύκλος (των) θρεπτικών ουσιών
- κύκνοι, πάπιες, χήνες
- κυνίδες
- κυπελλοφόρα (δρύες)
- κύτταρο (βιολογία)
- κωνοφόρα
- κωνοφόρο δένδρο
- λειβαδικό οικοσύστημα
- λειχήνες
- λεμφικό σύστημα
- λεπιδόπτερα
- μαγιά
- μαγκρόβια (βλάστηση)
- μακρόφυτο
- μαλάκια
- μανιτάρι (μύκητας)
- μαρσιποφόρα
- μεγάλα θηράματα
- μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος οργανισμού ή επιχείρησης
- μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντος
- μέλισσες
- μεμβράνη
- μετάβαση σε άγρια κατάσταση
- μεταβολισμός
- μεταβολίτης
- μεταλλάκτης
- μετάλλαξη
- μετανάστευση ζώων
- μεταναστευτικοί ιχθύες
- μικροοικοσύστημα
- μικροοργανισμός
- μορφή ηρεμίας
- μουστελίδες
- μυϊκό σύστημα
- μύκης
- μύκητες
- μυκόρριζα
- νεότητα
- νερόψυλλοι
- νευρικό σύστημα
- νηκτικά πτηνά
- νηματώδεις
- νησιωτικό οικοσύστημα
- ξενικό είδος
- (οδοντικό) φατνίο
- οδοντόγναθα (λιβελούλες)
- οικολογία
- οικολογική ανθεκτικότητα
- οικολογική αφθονία
- οικολογική ικανότητα
- οικολογική ισορροπία
- οικολογική κοινότητα
- οικολογική παράμετρος
- οικολογική προσαρμογή
- οικολογική φωλεά
- οικολογικό αποτύπωμα
- οικολογικός παράγοντας
- οικολογικός πολιτισμός
- οικοσύστηαμα εύκατης ζώνης
- οικοσύστημα
- οικοσύστημα διεθνούς σημασίας
- οικοσύστημα ημίξηρης ζώνης
- οικοσύστημα ημιορεινής ζώνης
- οικοσύστημα ξηράς ζώνης
- οικοσύστημα ποταμοκόλπων
- οικοσύστημα σε γλυκά ύδατα (γλυκέων υδάτων)
- οικοσύστημα τροπικού δάσους
- οικοσύστημα υγροτόπων
- οικοσύστημα ψυχρής ζώνης
- οικοσυστημικές υπηρεσίες
- οικότοπος
- οικότυπος
- οντογένεση
- οξύτητα ακοής
- οπληφόρα
- οπωροφόρο δέντρο
- Οργανισμός
- οργανισμός γλυκέων υδάτων
- οργανισμός δοκιμασίας
- οργανισμός του εδάφους
- όργανο
- ορεινό οικοσύστημα
- ορθόπτερα
- ορθόπτερα (ακρίδες)
- όριο οικοσυστήματος
- ορνιθόμορφα
- ορνιθοπανίδα
- όρυζα
- ορυκτοποίηση
- οστρακόδερο
- ουροδελή (σαλαμάνδρες)
- οφίδια (ερπετά)
- παθογόνος οργανισμός
- πανίδα
- πανίδα
- παράκτιο οικοσύστημα
- παραποτάμια (παρόχθια) βλάστηση
- παράσιτα των καλλιεργειών
- παράσιτο
- παράσιτο
- παράσιτο (βλαβερός οργανισμός) του δάσους
- πειραματόζωο
- πελματοβάμον ζώο
- περιαρκτικά οικοσυστήματα
- περιβαλλοντικό αποτύπωμα
- περιοχή εξαπλώσεως
- περιοχή φωλιάσματος
- περίφυτο
- πεταλούδες
- πλαγκτόν
- πλατύφυλλο δέντρο
- πληθυσμιακή δυναμική
- πληθυσμός [οικολογικός]
- πολικό οικοσύστημα
- πολλαπλασιασμός των φυτών
- ποσειδωνία
- πουλερικά
- πουλί
- προβατίδες
- προβοσκιδοειδή
- προκαρυωτικά (κύτταρα)
- προσάραξη
- προσαρμόσιμο είδος
- πρότυπο συμπεριφοράς
- πρωτεύοντα
- πρωτόζωα
- πτεριδόφυτα
- πτερυγιόποδα
- πτηνό
- ραβδόγλυφα
- ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό
- ρίζα
- σαλμονέλες
- σαπρόβιο (σαπρόφυτο)
- σαρκοφάγα
- σαυροειδή
- σκύλος
- σπογγοειδή
- σπονδυλωτά
- σπόριο [βιολογικός όρος]
- στρώμα πάγου
- συμβίωση
- συμπεριφορά
- συμπεριφορά των ζώων
- συνοικολογία
- συσκευές και όργανα
- σύστημα ενδοκρινών αδένων
- τερμίτες (ισόπτερα)
- τραχειόφυτα
- τροπικό οικοσύστημα
- τροπικό φυτό
- τροφική αλυσίδα
- τροφικό επίπεδο
- τρωκτικά
- υβριδοποίηση
- υδάτινο οικοσύστημα
- υδρόβιο ζώο
- υδρόβιο θηλαστικό
- υδρόβιος μικρο-οραγανισμος
- υδρόβιος οργανισμός
- υδρόβιο φυτό
- υδροϋάκυνθος
- υμενόπτερα
- υπέργεια βιομάζα
- υπέργεια βιομάζα
- ύπνος
- υπόγεια βιομάζα
- υποτροπικό οικοσύστημα
- ύψος βλάστησης
- φάλαινες
- φανερόγαμα
- φαρμακευτικό φυτό
- φελίδες
- φερορμόνη
- φέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος
- φλοιός
- φρύνοι
- φύκη
- φύλλο
- φυλλοβόλο δέντρο
- φύλλωμα
- φυσική αναγέννηση
- φυτικό είδος
- φυτικός πληθυσμός
- φυτικό συστατικό
- φυτό
- φυτοβιολογία
- φυτοκάλυψη
- φυτοκοινωνία
- φυτομάζα
- φυτοπλαγκτόν
- φυτοφάγος
- φωλεοποιό πτηνό
- φώλιασμα
- φωτοσύνθεση
- χειρόπτερα
- χελώνια
- χερσαίο θηλαστικό
- χερσαίο οικοσύστημα
- χηλικεραιωτά
- χλωρίδα
- χλωρίδα [βιολογικός όρος]
- χορδωτά
- χορτοδοτικό φυτό
- χρυσόφυτα
- ψύλλοι (παράσιτα)
- ωδικό πτηνό
- ωφέλιμος οργανισμός
In other languages
-
Arabic
-
Armenian
-
Azerbaijani
-
Basque
-
Bulgarian
-
Catalan
-
Croatian
-
Czech
-
Danish
-
Dutch
-
English
-
Estonian
-
Finnish
-
French
-
Georgian
-
German
-
Hungarian
-
Irish
-
Italian
-
Latvian
-
Lithuanian
-
Maltese
-
Norwegian
-
Polish
-
Portuguese
-
Romanian
-
Russian
-
Slovak
-
Slovenian
-
Spanish
-
Swedish
-
Turkish
-
Ukrainian